Tου Νάσου Θεοδωρίδη
Είναι γνωστό ότι κάθε καλοκαίρι το όμορφο Αιγαίο καθίσταται βιοτικό ή ακόμη και φαντασιακό επίκεντρο πολλών χιλιάδων Ελλήνων και ξένων τουριστών. Λίγοι όμως από αυτούς φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει ότι το συγκεκριμένο σταυροδρόμι της Μεσογείου έχει αποτελέσει ανά τους αιώνες μια εκπληκτική και γόνιμη χοάνη ποικίλων λαών και πληθυσμών, που ο καθένας από αυτούς έχει αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στο ιστορικό του πέρασμα. Ωστόσο, κατά την κυρίαρχη στη χώρα μας εθνικιστική αφήγηση, ο πληθυσμός των νησιών δεν έχει αλλάξει ποτέ από την εποχή των αρχαίων χρόνων, ενώ ακόμα και οι τοπικές διάλεκτοι θεωρείται ότι έχουν άμεση σχέση με τις αρχαίες διαλέκτους!
Όμως, μελετώντας τα επιστημονικά στοιχεία, δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι, παρ’ όλο που οι νησιώτες καυχώνται ότι είναι καθαρόαιμοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων (αν και κατά την αρχαιότητα η επιμειξία δεν ήταν κάτι το άγνωστο), η ιστορική πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική: οι πληθυσμοί όλων των νησιών του Αιγαίου έχουν υποστεί σημαντικές αλλαγές, ακόμη και πριν από μερικές εκατονταετίες, γεγονός που πρέπει να εκλαμβάνεται ως θετικό και όχι ως αρνητικό.
Αν μελετήσει κανείς την κατάσταση που επικρατούσε στα νησιά του Αιγαίου τον Μεσαίωνα, θα διαπιστώσει άγνωστες και σπάνιες μαρτυρίες από πλήθος περιηγητών (ιστορικών, αρχαιολατρών κ.λπ.), οι οποίοι σε χρονικό εύρος εκατοντάδων χρόνων περιγράφουν πολλά νησιά ως ακατοίκητα και παντελώς έρημα. Μεγάλες μάστιγες ήταν οι πόλεμοι, οι συχνές θανατηφόρες επιδημίες και η πειρατεία, εξ αιτίας της οποίας χιλιάδες κάτοικοι των νησιών -και όχι μόνο- σύρθηκαν ως δούλοι στα παζάρια της Ανατολής. Τα πληθυσμιακά κενά τα αναπλήρωναν κατά καιρούς διάφορες ομάδες ανθρώπων από άλλα μέρη, όπως από τη βόρεια Αφρική, την Ανατολή και, σε αρκετές περιπτώσεις, φτωχοί Αλβανοί.
Συνολικά, η κατάσταση των Κυκλάδων στο τέλος της φραγκοκρατίας είναι πολύ γνωστή από βενετικές και άλλες δυτικές πηγές και είναι πλήρως διατυπωμένη σε ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα κεφάλαια του Miller στο «Latins in the Levant», όπου φαίνεται πως είχαν φτάσει στο χαμηλότερο σημείο της παρακμής τους. Μάλιστα, μια βενετική αναφορά τού 1563 μάς πληροφορεί ότι από τα 16 νησιά, που ανήκαν στο Δουκάτο της Νάξου, μόνο τα πέντε ήταν κατοικημένα (Νάξος, Σαντορίνη, Μήλος, Σύρος και Πάρος) και μόνο η Μήλος είχε κάτι που έμοιαζε με ακμαία κατάσταση.
Άρα, είχαν ερημωθεί πληθυσμιακά τα νησιά Μύκονος, Δήλος, Γυάρος, Κίμωλος, Κύθνος, Σέριφος, Φολέγανδρος, Αντίπαρος, Αστυπάλαια, Αμοργός και Ανάφη. Ας ληφθεί υπόψη ότι τα νησιά πλήρωναν όχι μόνο φόρους υποτελείας αλλά και τοπικά τέλη κι έτσι, ακόμη και χωρίς φρουρά κατοχής, η φορολογία και η πειρατεία έκαναν τη ζωή σχεδόν ανυπόφορη. Ο ιστορικός Crusius επικαλείται και πηγή της Σαντορίνης του 1577 που επιβεβαιώνει ότι τα νησιά Ίος, Σέριφος, Μύκονος, Αστυπάλαια, Αμοργός και Ανάφη ήταν κατοικημένα και οχυρωμένα. Η Αντίπαρος ερημώθηκε μετά την εισβολή του περίφημου πειρατή Barbarossa και έγινε ακατοίκητη. Η Ίος ερημώθηκε μεταξύ 1558 και 1575, οπότε το σύνολο του πληθυσμού απήχθη από τους πειρατές. Το 1575 κατοικήθηκε από φτωχούς Αλβανούς, ενώ το 1638 ο πληθυσμός αριθμούσε 300 άτομα. Ειδικότερα, από την Ανάφη ο Barbarossa πήρε 600 αιχμαλώτους το 1537 (Cornaro, loc.) κι έτσι μάς δίνεται εικόνα εγκατάλειψης έως το 1563.
Τέλος, η Σαντορίνη υπέφερε σοβαρά από σεισμούς και πειρατές τον 15ο αιώνα, με τον πληθυσμό της να ελαττώνεται το 1470 στους 300 κατοίκους. Το 1479, σαράντα πάμφτωχες οικογένειές της κατέφυγαν στην Κρήτη (Noiret, Documents), ενώ η Σέριφος το 1418 ήταν ακατοίκητη (De Caumont), το 1528 ήταν αραιοκατοικημένη (Bordone), αλλά ο Barbarossa, το 1537, εγκατέστησε εκεί 1.000 περίπου αιχμαλώτους.
(ΑΥΓΗ, 25.08.13)
Μία από τις σημαντικές θεσμικές στρατηγικές του μνημονιακού ολετήρα που σαρώνει ζωές, καριέρες και εργασιακά δικαιώματα κατακρεουργώντας κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι και η παράκαμψη της αρχής της μονιμότητας των δημόσιων υπαλλήλων μέσω της "φάμπρικας" της κατάργησης οργανικών θέσεων. Όπως είναι γνωστό, η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, όσο η θέση τους υφίσταται, προστατεύεται από το Σύνταγμα και ειδικότερα από το άρθρο 103, παρ. 4 και 6. Έτσι, ένας από τους τρόπους λύσης της υπαλληλικής σχέσης είναι και η κατάργηση της θέσης, οπότε αυτοδικαίως ο υπάλληλος απολύεται.
Ωστόσο, υποστηρίζω ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπάρξει κατάχρηση της ευχέρειας του κράτους για κατάργηση οργανικών θέσεων. Αν δηλαδή η κατάργηση οργανικών θέσεων μετατρέπεται σε όχημα για την επίτευξη του σκοπού μιας πάση θυσία μείωσης του αριθμού των δημόσιων υπαλλήλων, τότε καταστρατηγείται η ίδια η φύση της αρμοδιότητας αυτής, που κατά βάση θα έπρεπε να συνίσταται απλώς και μόνο στη λειτουργική αναδιάταξη και αναδιοργάνωση των δημόσιων υπηρεσιών κατά τρόπο που αυτές να καθίστανται περισσότερο και όχι λιγότερο αποδοτικές. Επομένως, ο νομοθέτης δεν είναι ελεύθερος να καταργεί κατά το δοκούν οργανικές θέσεις επικαλούμενος μόνο το "υπέρτερο δημόσιο συμφέρον" της δημοσιονομικής εξυγίανσης μέσω της μείωσης των λειτουργικών δαπανών του Δημοσίου. Θα πρέπει να συνυπολογίσει και άλλους παράγοντες, όπως την παροχή υπηρεσιών προς τον πολίτη, που είναι και συνταγματικά κατοχυρωμένες υπηρεσίες ή συνδέονται στενά με την άσκηση της κυριαρχίας. Άρα, δεν μπορεί μια κυβέρνηση να καταργεί οργανικές θέσεις σε τέτοιο βαθμό που να δημιουργηθεί πρόβλημα στην παροχή υπηρεσιών προς το κοινό.
Δυστυχώς όμως, η νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας, που όχι απλώς "επηρεάζεται", όπως εσφαλμένα νομίζουν αρκετοί, από τις ειλημμένες αποφάσεις των εκάστοτε κυβερνήσεων, αλλά αποτελεί ισότιμο στυλοβάτη του ταξικού συστήματος εξουσίας, κάτι που αδιαλείπτως συμβαίνει σε όλα τα καπιταλιστικά συστήματα του πλανήτη, δέχεται ευρεία δυνατότητα του κράτους να καταργεί οργανικές θέσεις ακόμη και για λόγους εξοικονόμησης δαπανών που επιτάσσονται από τις αδηφάγες μνημονιακές δεσμεύσεις!
Άλλωστε, η θέσπιση οργανικών θέσεων δεν ήταν αποτέλεσμα συντεχνιακών πιέσεων, καθώς είναι προφανές ότι η Δημόσια Διοίκηση θα πρέπει να οργανώνεται και να στελεχώνεται με μονίμους υπαλλήλους που κατέχουν οργανική θέση. Το αστικοδημοκρατικό υπόβαθρο της θέσπισης αυτής ήταν η κατοχύρωση της κατ' άρθρο 29, παρ. 3, 56 και 57 παρ. 3 του Συντάγματος "τυπικώς ουδέτερης Διοίκησης", έτσι ώστε η οργάνωση και στελέχωσή της να παρέχει εγγυήσεις αντικειμενικής εκτέλεσης του νόμου, σύμφωνα με τη θεμελιώδη αρχή του Κράτους Δικαίου. Τυπικά, δηλαδή, η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, κατ' άρθρο 103, παρ. 4 και 6, αποτελεί εγγύηση τεθειμένη όχι μόνον υπέρ των υπαλλήλων αλλά και προς "δημιουργία υπαλληλικού σώματος", που να να παράγει διοικητικό έργο και να δρα (υποτίθεται) ανεξαρτήτως κυβερνητικών εναλλαγών σε ασφάλεια κατά τις επιταγές του νόμου και, άρα, απαλλαγμένου κομματικών επιρροών και επεμβάσεων (βλ. ΣτΕ 2325/1966), χάριν των διοικητικών υπηρεσιών.
Κατά συνέπεια, στον βαθμό που οι μεταβολές που επιχειρεί ο νομοθέτης στις δομές της Δημόσιας Διοίκησης έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια μεγάλου αριθμού δημοσίων υπαλλήλων, τότε αυτές πρέπει να είναι προϊόν εμπεριστατωμένης μελέτης, βασιζόμενης στις αρχές της διοικητικής επιστήμης, ώστε να τεκμηριώνεται ότι οι νέες ρυθμίσεις είναι ορθολογικές, διαρκείς και αποτελεσματικές, και όχι περιστασιακές, αποσπασματικές και εξυπηρετικές άλλων σκοπών, μη σχετιζομένων με τις απορρέουσες από το Σύνταγμα αρχές. Στην ορθή αυτή ερμηνεία συνηγορεί και η συνταγματική επιταγή περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου (άρθρο 25 Σ).
* Ο Νάσος Θεοδωρίδης είναι δικηγόρος και μέλος του Τμήματος Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ
(ΑΥΓΗ, 01.08.13)