Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Το πολυπολιτισμικό Αιγαίο



Tου Νάσου Θεοδωρίδη

Είναι γνωστό ότι κάθε καλοκαίρι το όμορφο Αιγαίο καθίσταται βιοτικό ή ακόμη και φαντασιακό επίκεντρο πολλών χιλιάδων Ελλήνων και ξένων τουριστών. Λίγοι όμως από αυτούς φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει ότι το συγκεκριμένο σταυροδρόμι της Μεσογείου έχει αποτελέσει ανά τους αιώνες μια εκπληκτική και γόνιμη χοάνη ποικίλων λαών και πληθυσμών, που ο καθένας από αυτούς έχει αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στο ιστορικό του πέρασμα. Ωστόσο, κατά την κυρίαρχη στη χώρα μας εθνικιστική αφήγηση, ο πληθυσμός των νησιών δεν έχει αλλάξει ποτέ από την εποχή των αρχαίων χρόνων, ενώ ακόμα και οι τοπικές διάλεκτοι θεωρείται ότι έχουν άμεση σχέση με τις αρχαίες διαλέκτους!

Όμως, μελετώντας τα επιστημονικά στοιχεία, δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι, παρ’ όλο που οι νησιώτες καυχώνται ότι είναι καθαρόαιμοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων (αν και κατά την αρχαιότητα η επιμειξία δεν ήταν κάτι το άγνωστο), η ιστορική πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική: οι πληθυσμοί όλων των νησιών του Αιγαίου έχουν υποστεί σημαντικές αλλαγές, ακόμη και πριν από μερικές εκατονταετίες, γεγονός που πρέπει να εκλαμβάνεται ως θετικό και όχι ως αρνητικό.

Αν μελετήσει κανείς την κατάσταση που επικρατούσε στα νησιά του Αιγαίου τον Μεσαίωνα, θα διαπιστώσει άγνωστες και σπάνιες μαρτυρίες από πλήθος περιηγητών (ιστορικών, αρχαιολατρών κ.λπ.), οι οποίοι σε χρονικό εύρος εκατοντάδων χρόνων περιγράφουν πολλά νησιά ως ακατοίκητα και παντελώς έρημα. Μεγάλες μάστιγες ήταν οι πόλεμοι, οι συχνές θανατηφόρες επιδημίες και η πειρατεία, εξ αιτίας της οποίας χιλιάδες κάτοικοι των νησιών -και όχι μόνο- σύρθηκαν ως δούλοι στα παζάρια της Ανατολής. Τα πληθυσμιακά κενά τα αναπλήρωναν κατά καιρούς διάφορες ομάδες ανθρώπων από άλλα μέρη, όπως από τη βόρεια Αφρική, την Ανατολή και, σε αρκετές περιπτώσεις, φτωχοί Αλβανοί.

Συνολικά, η κατάσταση των Κυκλάδων στο τέλος της φραγκοκρατίας είναι πολύ γνωστή από βενετικές και άλλες δυτικές πηγές και είναι πλήρως διατυπωμένη σε ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα κεφάλαια του Miller στο «Latins in the Levant», όπου φαίνεται πως είχαν φτάσει στο χαμηλότερο σημείο της παρακμής τους. Μάλιστα, μια βενετική αναφορά τού 1563 μάς πληροφορεί ότι από τα 16 νησιά, που ανήκαν στο Δουκάτο της Νάξου, μόνο τα πέντε ήταν κατοικημένα (Νάξος, Σαντορίνη, Μήλος, Σύρος και Πάρος) και μόνο η Μήλος είχε κάτι που έμοιαζε με ακμαία κατάσταση.

Άρα, είχαν ερημωθεί πληθυσμιακά τα νησιά Μύκονος, Δήλος, Γυάρος, Κίμωλος, Κύθνος, Σέριφος, Φολέγανδρος, Αντίπαρος, Αστυπάλαια, Αμοργός και Ανάφη. Ας ληφθεί υπόψη ότι τα νησιά πλήρωναν όχι μόνο φόρους υποτελείας αλλά και τοπικά τέλη κι έτσι, ακόμη και χωρίς φρουρά κατοχής, η φορολογία και η πειρατεία έκαναν τη ζωή σχεδόν ανυπόφορη. Ο ιστορικός Crusius επικαλείται και πηγή της Σαντορίνης του 1577 που επιβεβαιώνει ότι τα νησιά Ίος, Σέριφος, Μύκονος, Αστυπάλαια, Αμοργός και Ανάφη ήταν κατοικημένα και οχυρωμένα. Η Αντίπαρος ερημώθηκε μετά την εισβολή του περίφημου πειρατή Barbarossa και έγινε ακατοίκητη. Η Ίος ερημώθηκε μεταξύ 1558 και 1575, οπότε το σύνολο του πληθυσμού απήχθη από τους πειρατές. Το 1575 κατοικήθηκε από φτωχούς Αλβανούς, ενώ το 1638 ο πληθυσμός αριθμούσε 300 άτομα. Ειδικότερα, από την Ανάφη ο Barbarossa πήρε 600 αιχμαλώτους το 1537 (Cornaro, loc.) κι έτσι μάς δίνεται εικόνα εγκατάλειψης έως το 1563.

Τέλος, η Σαντορίνη υπέφερε σοβαρά από σεισμούς και πειρατές τον 15ο αιώνα, με τον πληθυσμό της να ελαττώνεται το 1470 στους 300 κατοίκους. Το 1479, σαράντα πάμφτωχες οικογένειές της κατέφυγαν στην Κρήτη (Noiret, Documents), ενώ η Σέριφος το 1418 ήταν ακατοίκητη (De Caumont), το 1528 ήταν αραιοκατοικημένη (Bordone), αλλά ο Barbarossa, το 1537, εγκατέστησε εκεί 1.000 περίπου αιχμαλώτους.


 
(ΑΥΓΗ, 25.08.13)

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Σύνταγμα και οργανικές θέσεις στο Δημόσιο


Μία από τις σημαντικές θεσμικές στρατηγικές του μνημονιακού ολετήρα που σαρώνει ζωές, καριέρες και εργασιακά δικαιώματα κατακρεουργώντας κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι και η παράκαμψη της αρχής της μονιμότητας των δημόσιων υπαλλήλων μέσω της "φάμπρικας" της κατάργησης οργανικών θέσεων. Όπως είναι γνωστό, η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, όσο η θέση τους υφίσταται, προστατεύεται από το Σύνταγμα και ειδικότερα από το άρθρο 103, παρ. 4 και 6. Έτσι, ένας από τους τρόπους λύσης της υπαλληλικής σχέσης είναι και η κατάργηση της θέσης, οπότε αυτοδικαίως ο υπάλληλος απολύεται.

Ωστόσο, υποστηρίζω ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπάρξει κατάχρηση της ευχέρειας του κράτους για κατάργηση οργανικών θέσεων. Αν δηλαδή η κατάργηση οργανικών θέσεων μετατρέπεται σε όχημα για την επίτευξη του σκοπού μιας πάση θυσία μείωσης του αριθμού των δημόσιων υπαλλήλων, τότε καταστρατηγείται η ίδια η φύση της αρμοδιότητας αυτής, που κατά βάση θα έπρεπε να συνίσταται απλώς και μόνο στη λειτουργική αναδιάταξη και αναδιοργάνωση των δημόσιων υπηρεσιών κατά τρόπο που αυτές να καθίστανται περισσότερο και όχι λιγότερο αποδοτικές. Επομένως, ο νομοθέτης δεν είναι ελεύθερος να καταργεί κατά το δοκούν οργανικές θέσεις επικαλούμενος μόνο το "υπέρτερο δημόσιο συμφέρον" της δημοσιονομικής εξυγίανσης μέσω της μείωσης των λειτουργικών δαπανών του Δημοσίου. Θα πρέπει να συνυπολογίσει και άλλους παράγοντες, όπως την παροχή υπηρεσιών προς τον πολίτη, που είναι και συνταγματικά κατοχυρωμένες υπηρεσίες ή συνδέονται στενά με την άσκηση της κυριαρχίας. Άρα, δεν μπορεί μια κυβέρνηση να καταργεί οργανικές θέσεις σε τέτοιο βαθμό που να δημιουργηθεί πρόβλημα στην παροχή υπηρεσιών προς το κοινό.

Δυστυχώς όμως, η νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας, που όχι απλώς "επηρεάζεται", όπως εσφαλμένα νομίζουν αρκετοί, από τις ειλημμένες αποφάσεις των εκάστοτε κυβερνήσεων, αλλά αποτελεί ισότιμο στυλοβάτη του ταξικού συστήματος εξουσίας, κάτι που αδιαλείπτως συμβαίνει σε όλα τα καπιταλιστικά συστήματα του πλανήτη, δέχεται ευρεία δυνατότητα του κράτους να καταργεί οργανικές θέσεις ακόμη και για λόγους εξοικονόμησης δαπανών που επιτάσσονται από τις αδηφάγες μνημονιακές δεσμεύσεις!

Άλλωστε, η θέσπιση οργανικών θέσεων δεν ήταν αποτέλεσμα συντεχνιακών πιέσεων, καθώς είναι προφανές ότι η Δημόσια Διοίκηση θα πρέπει να οργανώνεται και να στελεχώνεται με μονίμους υπαλλήλους που κατέχουν οργανική θέση. Το αστικοδημοκρατικό υπόβαθρο της θέσπισης αυτής ήταν η κατοχύρωση της κατ' άρθρο 29, παρ. 3, 56 και 57 παρ. 3 του Συντάγματος "τυπικώς ουδέτερης Διοίκησης", έτσι ώστε η οργάνωση και στελέχωσή της να παρέχει εγγυήσεις αντικειμενικής εκτέλεσης του νόμου, σύμφωνα με τη θεμελιώδη αρχή του Κράτους Δικαίου. Τυπικά, δηλαδή, η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, κατ' άρθρο 103, παρ. 4 και 6, αποτελεί εγγύηση τεθειμένη όχι μόνον υπέρ των υπαλλήλων αλλά και προς "δημιουργία υπαλληλικού σώματος", που να να παράγει διοικητικό έργο και να δρα (υποτίθεται) ανεξαρτήτως κυβερνητικών εναλλαγών σε ασφάλεια κατά τις επιταγές του νόμου και, άρα, απαλλαγμένου κομματικών επιρροών και επεμβάσεων (βλ. ΣτΕ 2325/1966), χάριν των διοικητικών υπηρεσιών.

Κατά συνέπεια, στον βαθμό που οι μεταβολές που επιχειρεί ο νομοθέτης στις δομές της Δημόσιας Διοίκησης έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια μεγάλου αριθμού δημοσίων υπαλλήλων, τότε αυτές πρέπει να είναι προϊόν εμπεριστατωμένης μελέτης, βασιζόμενης στις αρχές της διοικητικής επιστήμης, ώστε να τεκμηριώνεται ότι οι νέες ρυθμίσεις είναι ορθολογικές, διαρκείς και αποτελεσματικές, και όχι περιστασιακές, αποσπασματικές και εξυπηρετικές άλλων σκοπών, μη σχετιζομένων με τις απορρέουσες από το Σύνταγμα αρχές. Στην ορθή αυτή ερμηνεία συνηγορεί και η συνταγματική επιταγή περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου (άρθρο 25 Σ).



* Ο Νάσος Θεοδωρίδης είναι δικηγόρος και μέλος του Τμήματος Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ


(ΑΥΓΗ, 01.08.13)

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Ο σεβασμός των μειονοτικών δικαιωμάτων


Του Νάσου Θεοδωρίδη*


Ενας από τους θεμελιώδεις εθνικούς μύθους, στους οποίους στηρίζεται ο ελληνικός εθνικισμός, είναι η ομοιογένεια του πληθυσμού της Ελλάδας και η ανυπαρξία μειονοτήτων. Για παράδειγμα, μολονότι σωματεία της μειονότητας της Θράκης έχουν επανειλημμένα προσφύγει σε διεθνή δικαστήρια και έχουν δικαιωθεί, το ελληνικό κράτος, κατά παράβαση του δικαιώματος στον αυτοκαθορισμό, δεν αναγνωρίζει στους Ελληνες πολίτες τουρκικής καταγωγής ούτε καν το δικαίωμα να αυτοαποκαλούνται Τούρκοι, παρά μόνο μουσουλμάνοι. Μάλιστα, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90, το κράτος εφάρμοσε μια καταστροφική για τη μειονότητα πολιτική, που οδήγησε στην εκποίηση λόγω ανάγκης των μειονοτικών περιουσιών σε Ελληνες (που το κράτος δανειοδοτούσε με χαριστικούς όρους επί τούτου), στη στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας από πολλές δεκάδες χιλιάδες μειονοτικούς και στον αποκλεισμό οιασδήποτε ανεξάρτητης πολιτικής τους εκπροσώπησης.

Συγκεκριμένα, όταν το 1989 οι μειονοτικοί της Θράκης κατάφεραν να εκλέξουν ανεξάρτητο εθνικά Τούρκο βουλευτή, το ελληνικό κράτος απάντησε με φυλακίσεις του πιο δημοφιλούς υποψηφίου του συνδυασμού του, καθώς και του εκλεγμένου μουφτή της Κομοτηνής. Αυτός ήταν και ο λόγος που, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ανόθευτης λαϊκής βούλησης, έγινε αλλαγή του εκλογικού νόμου, ώστε να μην μπορεί να εκλέγεται κάποιος που το κόμμα του δεν συγκεντρώνει το 3% πανελλαδικά. Και τον Ιανουάριο του 1990, το παρακράτος, με την ανοχή του βαθέος κράτους, οργάνωσε πογκρόμ ενάντια στη μειονότητα της Κομοτηνής, μεταφέροντας τραμπούκους από άλλα μέρη της Ελλάδας, οι οποίοι επιδόθηκαν σε καταστροφές σε πάνω από 400 μειονοτικά καταστήματα.

Πολλοί δεν γνωρίζουν ότι μέχρι το 1996, οι τουρκικής καταγωγής κάτοικοι των παραμεθόριων χωριών της Θράκης δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν από τα χωριά τους χωρίς άδεια της ελληνικής αστυνομίας και αποκλείονταν με μπλοκάρισμα των δρόμων και με μπάρες που έλεγχαν η αστυνομία και ο στρατός. Ακόμη και σήμερα, τα σημεία όπου υπήρχαν οι μπάρες ελέγχονται από τα ειδικά σώματα του ελληνικού στρατού, και όποιος επιχειρήσει να τα φωτογραφίσει μπορεί να συλληφθεί.

Γενικά, οι διακρίσεις σε βάρος της μειονότητας συνεχίζονται, καθώς, π.χ, ενώ οι Τούρκοι της ελληνικής Θράκης αποτελούν το 40% περίπου του τοπικού πληθυσμού, μόνο το 5% έχει διοριστεί στο Δημόσιο. Παράλληλα, απαγορεύεται από τα ελληνικά δικαστήρια η λειτουργία των πολιτιστικών συλλόγων της μειονότητας, παρά τις αντίθετες αποφάσεις του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Την ίδια στιγμή, Ελληνες ακροδεξιοί δάσκαλοι μπορούν να επιβάλλουν στους εθνικά Τούρκους μαθητές τους εθνικιστική προπαγάνδα κατά της Τουρκίας και εθνικιστικές γιορτές μίσους, οι τουρκόφωνες τοπικές εφημεριδούλες καταδικάζονται σε εξοντωτικά πρόστιμα εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, αν γράψουν για την πικρία και τη δυσαρέσκεια που προκαλούν στην τουρκική μειονότητα συμπεριφορές Ελλήνων δασκάλων, οι δημοσιογράφοι των τουρκόφωνων εφημερίδων οδηγούνται στα δικαστήρια, όπου τους περιμένουν φασίστες από άλλα μέρη της Ελλάδας για να τους κακοποιήσουν, τα παλιά τουρκικά νεκροταφεία ανασκάπτονται και χάνονται, ενώ τα εν λειτουργία νεκροταφεία, όπως και τα μουσουλμανικά τεμένη (τζαμιά), βεβηλώνονται και υφίστανται φθορές από φασιστικές ομάδες που ποτέ δεν συλλαμβάνονται κ.λπ.

Τέλος, η είσοδος της ναζιστικής Χρυσής Αυγής στη Βουλή επιδείνωσε την κατάσταση, γιατί οι ντόπιοι φασίστες, με τη βοήθεια ακροδεξιών από άλλα μέρη της Ελλάδας και την ανοχή και κάλυψη της αστυνομίας, επιτίθενται σε στέκια της μειονότητας, τρομοκρατούν μειονοτικούς που επισκέπτονται τα τζαμιά τους κατά τη διάρκεια θρησκευτικών γιορτών, εκφοβίζουν μειονοτικές κοπέλες επειδή φοράνε μαντίλια, κακοποιούν μέλη αντιρατσιστικών οργανώσεων, φυλάνε εθελοντικά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, που το ελληνικό κράτος κατά προτίμηση δημιουργεί εκεί όπου υπάρχει μεγάλη αριθμητικά εκπροσώπηση της μειονότητας κ.λπ.



* Δικηγόρος και μέλος του Τμήματος Δικαιωμάτων ΣΥΡΙΖΑ.



(Η Εφημερίδα των Συντακτών, 12.07.13)

Ρομά και Εβραίοι στο στόχαστρο του ελληνικού εθνικισμού

Είναι γνωστό ότι η Χρυσή Αυγή και γενικά οι Έλληνες εθνικιστές αντιμετωπίζουν τους Ρομά (Τσιγγάνους) ως μιάσματα, και όχι ως ισότιμους Έλληνες πολίτες, αφού αρνούνται το δικαίωμά τους στην πολιτιστική ιδιαιτερότητα. Οι επιθέσεις των φασιστών και της αστυνομίας σε καταυλισμούς τσιγγάνων είναι επαναλαμβανόμενο φαινόμενο και είναι χαρακτηριστικό ότι γι' αυτές σχεδόν κανένας λευκός δεν δικάζεται και δεν τιμωρείται, ενώ αντιθέτως οι φυλακές είναι γεμάτες από Τσιγγάνους που συνήθως καταδικάζονται με υπέρμετρη αυστηρότητα γιατί υπέπεσαν σε μικροαδικήματα, μην έχοντας άλλη διέξοδο για την επιβίωση, τη δική τους και των οικογενειών τους.
Όσο για τα παιδιά των Τσιγγάνων, όχι μόνο στερούνται το δικαίωμα να διδαχτούν τη μητρική τους γλώσσα αλλά και το δικαίωμα να διδαχτούν οτιδήποτε, γιατί η παρουσία τους στα δημόσια σχολεία τα καθιστά στόχους των άλλων Ελλήνων μαθητών και των γονέων τους κι έτσι η φοίτησή τους γίνεται ελλιπής, ακανόνιστη και διακόπτεται αρκετά γρήγορα. Ελάχιστα είναι τα Τσιγγανάκια που φτάνουν στο γυμνάσιο, και ακόμη πιο λίγα όσα φτάνουν στο λύκειο, λόγω του απύθμενου ρατσισμού που υφίστανται από τους μη Τσιγγάνους συμμαθητές τους, από τους γονείς αυτών των συμμαθητών, μέχρι και από το διδακτικό προσωπικό που κατά κανόνα αδιαφορεί για τη ρατσιστική συμπεριφορά που υφίστανται τα Τσιγγανάκια, ενώ με περισσή υποκρισία απαιτεί από αυτά την ίδια προσήλωση και τις ίδιες επιδόσεις, που απαιτεί από τους μη Τσιγγάνους συμμαθητές τους. Όπως ήταν επόμενο, η Ελλάδα έχει καταδικαστεί επανειλημμένα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την ιδιαίτερα κακή μεταχείριση που επιβάλλει το ελληνικό κράτος στους Ρομά, είτε στερώντας τους βασικά ανθρώπινα δικαιώματα είτε αδιαφορώντας στις παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους από οργανωμένες ομάδες ρατσιστών.
Εκτός όμως από τους Ρομά, και οι Εβραίοι της Ελλάδας αποτελούν έναν προνομιακό στόχο των Ελλήνων φασιστών. Ο αντισημιτισμός στην Ελλάδα έχει να επιδείξει μια συνεχή, εκτεταμένη και συστηματική δράση, η οποία εκτείνεται από βεβηλώσεις εβραϊκών νεκροταφείων και συναγωγών σε όλη την Ελλάδα και φτάνει μέχρι και το κάψιμο βιβλιοθηκών με παλιά εβραϊκά βιβλία μεγάλης αξίας, όπως στα Χανιά. Σχεδόν όλα τα εναπομείναντα εβραϊκά νεκροταφεία και συναγωγές έχουν βεβηλωθεί και μάλιστα η συναγωγή των Χανίων κάηκε δύο φορές απανωτά, με συνέπεια να καταστραφεί η βιβλιοθήκη της με πολύ σπάνια παλιά βιβλία. Εννοείται ότι για τις βεβηλώσεις, τις καταστροφές και τους εμπρησμούς εβραϊκών μνημείων και συναγωγών, η ελληνική αστυνομία κατά κανόνα δεν συλλαμβάνει τους ενόχους, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα και με τους μαχαιροβγάλτες που τραυματίζουν ή σκοτώνουν μετανάστες.
Άλλωστε, είναι γνωστό ότι οι Εβραίοι της Ελλάδας υπέστησαν τέτοια εξόντωση από τις γερμανικές αρχές και τις ελληνικές, που υλοποιούσαν τις αποφάσεις τους με το αζημίωτο, που παρόμοιες δεν υπέστησαν ούτε στην ίδια την καρδιά του ναζισμού, στη ναζιστική Γερμανία! Το ποσοστό του 87% του εβραϊκού πληθυσμού της Ελλάδας που εξοντώθηκε υπερβαίνει ακόμη και το αντίστοιχο ποσοστό της Γερμανίας. Και τώρα πλέον είναι γνωστό ότι οι περιουσίες των Εβραίων πέρασαν στα χέρια Ελλήνων μετά την εξόντωσή τους και μόνο ένα 10% περίπου επιστράφηκε σε Εβραίους μετά τη λήξη του πολέμου. Είναι επίσης γνωστό ότι ακόμη και το μεγαλύτερο νεκροταφείο Εβραίων στην Ελλάδα, το εβραϊκό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης, ανασκάφτηκε από τους Έλληνες κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και δεν επιστράφηκε ποτέ στην εβραϊκή κοινότητα. Αντίθετα, στο, χώρο που κατελάμβανε το εβραϊκό νεκροταφείο χτίστηκε το πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και δεν υπάρχει ούτε μια ταμπέλα να θυμίζει το θλιβερό αυτό γεγονός.
* Ο Νάσος Θεοδωρίδης είναι μέλος του Τμήματος Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ

(Η ΑΥΓΗ, 06.04.13)

Αριστερά και σύγχρονη «αμυντική πολιτική»


Όλο και συχνότερα το τελευταίο διάστημα πολλοί αναρωτιούνται εάν είναι ρεαλιστικό η Αριστερά να διατυπώσει ολοκληρωμένες θέσεις για ζητήματα αμυντικής πολιτικής. Μάλιστα έχει γίνει φανερή μια μετατόπιση των προσεγγίσεων του ΣΥΡΙΖΑ από αξιακά κεκτημένα των αταλάντευτα ειρηνιστικών θέσεων του ΣΥΝ. Όμως, μέσω μιας διολίσθησής της σε θέσεις αποδεκτές από το στρατιωτικό κατεστημένο, η Αριστερά κινδυνεύει να χάσει το ριζοσπαστικό και ελευθεριακό στίγμα της, παρόλο που, πράγματι, ο εθνικισμός, δηλαδή το διαχρονικά αποτελεσματικό εργαλείο απόσπασης κοινωνικής συναίνεσης και αποκοίμισης της ταξικής συνείδησης, έχει γαλουχήσει μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης.

Συνοπτικά, οι άξονες μιας αριστερής αμυντικής πολιτικής θα έπρεπε να είναι οι ακόλουθοι:Ο στρατός αποτελεί οργανικό κομμάτι του συστήματος και βραχίονα του αστικού καθεστώτος. Ας αναρωτηθούμε αν ένας εκ φύσεως σκληρός και ένοπλος μηχανισμός άσκησης μαζικής βίας κατά ανθρώπινων ζωών (δηλαδή φαντάρων - μελών της εργατικής τάξης της «αντίπαλης χώρας»), και δη σε τόσο μεγάλη έκταση, είναι συμβατός με τις βασικές ανθρωπιστικές αρχές και αξίες που επιθυμεί να προωθήσει μια αριστερή διακυβέρνηση. Υποστηρίζω ότι το τετριμμένο επιχείρημα περί μιας (δήθεν) διαρκούς κατάστασης βίωσης εξωτερικών απειλών για τη χώρα μας έχει γίνει αβασάνιστα αποδεκτό, σε μια εποχή που οι διεθνείς συγκρούσεις εντός του δυτικού κόσμου έχουν εντελώς άλλες μορφές. Κι αυτό διότι η υιοθέτηση επιθετικής φρασεολογίας από ποικίλα κράτη, γειτονικά ή μη, δεν σημαίνει και ύπαρξη ρεαλιστικής πιθανότητας διατάραξης της γεωπολιτικής ισορροπίας εκ μέρους τους και άρα το παρωχημένο δόγμα «άμα θες ειρήνη, να ετοιμάζεις πόλεμο» θα ήταν προτιμότερο να μην αποτελεί πυξίδα άσκησης μιας σύγχρονης πολιτικής.

α) Στενή διασύνδεση της εξωτερικής με την αμυντική πολιτική, με άμεση διακήρυξη στόχου επίτευξης ειρήνης και φιλίας με όλες τις γειτονικές χώρες μέσα από απευθείας διαπραγματεύσεις ή παραπομπή εκκρεμοτήτων σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα, με εκ προοιμίου αποδοχή ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα υπάρξουν και θέματα που δεν θα κερδηθούν, πράγμα λογικό και αναπόφευκτο.

β) Με δεδομένη την πάση θυσία επίτευξη συμφωνιών ειρήνης και φιλίας, θέσπιση χρονοδιαγράμματος για δραστική μείωση του μεγέθους του στρατεύματος, συρρίκνωση των ενόπλων δυνάμεων, κλείσιμο στρατοπέδων και σταδιακή μετατροπή της αμυντικής βιομηχανίας σε βιομηχανία παραγωγής ειρηνικών αγαθών προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, χωρίς να χαθεί καμία θέση εργασίας. Στόχος της Αριστεράς πρέπει να είναι μια κοινωνία στην οποία θα πρυτανεύει το ιδεώδες της Ειρήνης σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με τους άλλους λαούς και όχι μια κοινωνία σε φάση μόνιμης πολεμικής προετοιμασίας. Ο πόλεμος δεν είναι απλά ένα φαινόμενο που ρημάζει ζωές και καταστρέφει οικονομίες, αλλά έχει και ταξικό πρόσημο, διότι εξοντώνει κυρίως τα φτωχά στρώματα που γίνονται κρέας στα κανόνια, ενώ πολλοί πλούσιοι θησαυρίζουν από τους εξοπλισμούς. Αυτή η θεμελιώδης ριζοσπαστική αλήθεια ενοχλεί βαθύτατα τους κήρυκες του «αριστερού πατριωτισμού» και γι' αυτό παραβλέπεται.

γ) Εγκατάλειψη του ανελεύθερου μοντέλου της υποχρεωτικής θητείας (όπως έχει ήδη γίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες), καθώς στρατιωτικοποιεί στο έπακρο τα μυαλά και τις συνειδήσεις της νεολαίας. Υπάρχουν άλλοι τρόποι ουσιαστικού «λαϊκού ελέγχου» και όχι η επίκληση της δήθεν λαϊκότητας που διασφαλίζει η παρουσία φαντάρων (γεγονός ιστορικά αναληθές).

δ) Συστηματική προώθηση μιας κουλτούρας ειρήνης και συνύπαρξης μέσα στην ίδια την κοινωνία.

Το μήνυμα μιας αριστερής κυβέρνησης προς το ελληνικό Πεντάγωνο θα πρέπει να είναι: "Δεν έχουμε λόγο να ανοίξουμε μέτωπο απέναντι σας, αλλά θα προσπαθήσουμε μέσα σε λίγα χρόνια να σας έχουμε μετατρέψει σε κάτι διαφορετικό, συρρικνώνοντας τον υπάρχοντα θεσμό και σεβόμενοι τα εργασιακά σας δικαιώματα".

* Ο Νάσος Θεοδωρίδης είναι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ Αμπελοκήπων

(Η ΑΥΓΗ, 06.04.13)

Κοινωνικό κράτος για όλους και όχι μόνο για "ευάλωτες ομάδες"

Κάθε συγκεκριμένη δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ στην κατεύθυνση της καταπολέμησης της μαζικής φτώχειας είναι ασφαλώς από μόνη της θετικό γεγονός και υπό αυτό το γενικό πρίσμα οφείλει κανείς να προσεγγίσει τους «οκτώ άξονες για τη φτώχεια» που παρουσίασε στην Δραπετσώνα ο σ. Αλέξης Τσίπρας. Όμως ένα αριστερό και ριζοσπαστικό κόμμα, που στρατηγικό του σκοπό έχει την εξάλειψη της φτώχειας, οφείλει να παίρνει αποστάσεις από αντιλήψεις σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, που πλασάρονται με περίβλημα την προτεραιότητα στήριξης των «ευάλωτων και ευπαθών κοινωνικών ομάδων», δηλαδή από την πολιτική που υπαγορεύει να επικεντρώνουμε μόνο στους «ακραία» φτωχούς! Διότι έτσι προωθείται ένα είδος φιλανθρωπίας, αντί για την κατοχύρωση του δικαιώματος σε μια αξιοπρεπή διαβίωση για όλους.
Από μια συνεπή αριστερή σκοπιά, οι «οκτώ άξονες» κρύβουν παγίδες, με σημαντικότερη τη μεταμοντέρνα ρήτρα «για όσους έχουν αδυναμία να πληρώσουν», που μπορεί να γίνει «λάστιχο», καθώς στον καπιταλισμό οικονομικά αδύναμοι δεν είναι μόνο οι ακραία εξαθλιωμένοι, αλλά τελικά όλοι όσοι δεν κατέχουν μέσα παραγωγής, και ειδικά σε περιόδους βαθιάς κρίσης όπως η σημερινή. Μια θέση που προκαλεί ιδιαίτερο προβληματισμό είναι αυτή που υπαγορεύει την απαλλαγή από φόρους και χαράτσια μόνο για οικογένειες χωρίς εισόδημα. Αλήθεια, σε τι μεταφράζεται αυτό; Μήπως σε ένα «ναι» σε χαράτσια για οικογένειες με «κάποιο εισόδημα»; Και τα παλιά, δυσβάσταχτα χαράτσια που εκκρεμούν, δεν θα πρεπε άραγε να σβηστούν ή να επιστραφούν, έστω σταδιακά, ως ένα μέτρο ανακούφισης; Γκρίζα λοιπόν τα μαντάτα για τον ριζοσπαστικό χαρακτήρα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ με την επίκληση τέτοιων θέσεων. Ανησυχητικό στοιχείο αποτελεί και η γενικόλογη και αοριστολογική διακήρυξη περί μείωσης της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, που συνδέεται πάλι με τους «πολύ φτωχούς». Καθήκον του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να είναι η ακύρωση όλων των αυξήσεων που έγιναν μετά την ψήφιση του πρώτου Μνημονίου (2010), όχι μόνο για τους «ακραία εξαθλιωμένους», αλλά για όλους τους δοκιμαζόμενους, φτωχούς, «μικρομεσαίους» και «μεσαίους».
Πρωτοποριακές βεβαίως -πάντα για τα ελληνικά δεδομένα- είναι οι διακηρύξεις των «οκτώ αξόνων» για στέγαση και παιδικούς σταθμούς. Αντιθέτως, μια χτυπητή ανεπάρκεια των «οκτώ αξόνων» είναι η θέση που αφορά τα επείγοντα περιστατικά στα νοσοκομεία και την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, όπου πάλι γίνεται μνεία μόνο στους «ευάλωτους και ευπαθείς», ενώ πρόκειται για θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Μακάρι να οφείλεται σε συντακτικό λάθος. Όμως, δυστυχώς, στους «οκτώ άξονες», δεν γίνεται καμία αναφορά ούτε καν για κατάργηση του φόρου στο πετρέλαιο, παρά μόνο για δωρεάν πετρέλαιο στην περίφημη ομάδα των «ευάλωτων και των ευπαθών», που πάλι δεν προσδιορίζεται συγκεκριμένα. Συνεπώς, από τους άξονες απουσιάζουν εντελώς θέματα που καίνε την καθημερινότητα των εχόντων ακόμα κάποια (συρρικνωμένα) εισοδήματα εργαζόμενων, όπως η διασφάλιση φτηνού ρεύματος και η απαλλαγή από χαράτσια και το φτηνό πετρέλαιο!
Τέλος, αποτελεί σαφή υπαναχώρηση από παλιότερες ριζοσπαστικές θέσεις η απαλλαγή από τα διόδια μόνο για κατοίκους τοπικών περιοχών, χωρίς μάλιστα αναφορά για κατάργηση των νόμων που έκαναν αυστηρότερη την κύρωση για άρνηση πληρωμής μέσω ΚΟΚ. Τη δε θέση για μείωση της τιμής των διοδίων στον μέγιστο βαθμό θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «η καταδυνάστευση του ρεαλισμού». Θα ήταν λάθος να χρεώσουμε τις θέσεις αυτές στο κλασικό κρατικοπρονοιακό σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο τύπου Ούλοφ Πάλμε. Δυστυχώς, εντάσσονται στο μεταμοντέρνο σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο, και μάλιστα θα έλεγε κανείς ότι θυμίζουν την πολιτική Ζοσπέν του 1995 (δίχως ασφαλώς το ξεχασμένο από την ηγεσία 35ωρο...) και όχι εκείνη του εσχάτως αποβιώσαντος Πιερ Μωρουά, της ριζοσπαστικής διετίας 1981-1983.
* Ο Νάσος Θεοδωρίδης είναι μέλος της Κομμουνιστικής Τάσης του ΣΥΡΙΖΑ.

(Η ΑΥΓΗ, 12.06.13)

Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

Η σχέση της Αριστεράς με τη μεσαία τάξη

ΤΟΥ ΝΑΣΟΥ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ


Η επιστροφή του κρίσιμου παράγοντα της ταξικής πόλωσης αποτέλεσε τη θετικότερη συνέπεια της τελευταίας διπλής εκλογικής αναμέτρησης. Για πρώτη φορά μετά το 1985, δύο εντελώς διαφορετικά κοινωνικοπολιτικά στρατόπεδα, με ριζικά αντίθετα μεταξύ τους ιδεολογικά προτάγματα, αναμετρήθηκαν με τρόπο ευθύ και ξεκάθαρο. Από τη μια μεριά, οι προλεταριοποιημένες μερίδες της κοινωνίας, κυρίως χαμηλόμισθοι και άνεργοι, και από την άλλη οι εύπορες τάξεις, σε αγαστή όμως συμπόρευση με πληθυσμιακές κατηγορίες που εκφράζουν την κοινωνική συντήρηση, τα φοβικά ανακλαστικά κ.λπ., όπως π.χ. συνταξιούχοι και αγρότες. Η συστοίχιση δυνάμεων στα δύο αυτά στρατόπεδα ήταν ένα υγιές φαινόμενο, που σήμανε τη λήξη μιας μακροχρόνιας κρίσης αντιπροσώπευσης, που συνοδευόταν από απίσχνανση των ταξικών χαρακτηριστικών του εκλογικού σώματος.

Όμως, αυτή τη στιγμή, το κλειδί των πολιτικών εξελίξεων βρίσκεται στα χέρια της λεγόμενης μεσαίας τάξης, καθώς οι πολυποίκιλες και ετερόκλητες μερίδες που τη συναποτελούν είναι εκείνες που έκριναν σε μεγάλο βαθμό και την έκβαση των εκλογών. Εξάλλου, πολύ έγκαιρα ο Μαρξ είχε διαγνώσει την ιδιόρρυθμη φύση της συγκεκριμένης τάξης. Η θολή ταξική συνείδηση πλήθους μεσαίων και μικρομεσαίων στρωμάτων οφείλεται κατά κύριο λόγο στον ευμετάβλητο χαρακτήρα της ίδιας της οικονομικοκοινωνικής θέσης τους, επηρεαζόμενης από τη συνδρομή σωρείας συγκυριακών και απρόβλεπτων παραγόντων. Συνεπώς, ανάλογα με τις εκάστοτε εξελίξεις, η τάξη αυτή είναι ευεπίφορη σε συμμαχίες άλλοτε με τα καταπιεζόμενα λαϊκά στρώματα και άλλοτε με το αστικό μπλοκ εξουσίας.

Φρονώ ότι καμία απόπειρα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού εκ μέρους της Αριστεράς δεν μπορεί να έχει ελπιδοφόρο προοπτική, αν δεν κατορθώσει να συστρατεύσει τη μεσαία τάξη στο πλευρό της εργατοϋπαλληλικής, ώστε από κοινού να επιτευχθεί μια ευρεία προοδευτική κοινωνική συμμαχία μη προνομιούχων στρωμάτων, που θα συνειδητοποιήσει ότι έχει να αποκομίσει μεγαλύτερα οφέλη από ένα χειραφετικό εγχείρημα παρά από την υποστήριξη του υπάρχοντος καθεστώτος. Κι αυτό συμβαίνει, διότι αφενός δίχως τη συστράτευση αυτή, δεν βγαίνουν τα νούμερα για τη δημιουργία μιας απαραίτητης στέρεης κοινωνικής βάσης που θα στηρίξει ενεργά και με ενθουσιασμό όλες τις αναγκαίες ριζικές αλλαγές και ανατροπές, και, αφετέρου, διότι μια τέτοια συμμαχία διασφαλίζει ότι ο προσανατολισμός μιας νέας αντικαπιταλιστικής εξουσίας θα έχει ως πρόσημο την ισότητα προς τα πάνω μέσω της ισοκατανομής του πλούτου και όχι την ισοπέδωση μέσω της ολιγάρκειας.

Έτσι, ενώ στις τελευταίες εκλογές ήταν φυσικό και θεμιτό από ταξικής άποψης ο ΣΥΡΙΖΑ να χάσει προάστια όπως η Εκάλη ή η Βουλιαγμένη, θα πρέπει να προβληματιστεί για την απώλεια προαστίων όπως τα Μελίσσια, τα Βριλήσσια, η Αγία Παρασκευή κ.ά., στα οποία θα μπορούσε άνετα να επικρατήσει αν στον αριστερό πολιτικό του λόγο έδινε περισσότερο χώρο για να εκφραστούν και οι ανησυχίες τής ήδη αποδεκατισμένης οικονομικά μεσαίας τάξης. Για παράδειγμα, ο μικρομεσαίος μαγαζάτορας είναι αυτός που έχει τσακιστεί περισσότερο από τα δάνεια των τραπεζών και ωθείται σε φοροδιαφυγή, ενώ ο αυτοαπασχολούμενος είναι αυτός που δεν έχει ούτε ταμείο ανεργίας αλλά ούτε και δυνατότητα να πληρώσει μόνος του τις υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές. Επίσης, π.χ. το χαράτσι πλήττει πολύ περισσότερο τον μεσαίο που έχει ακίνητο δίχως αντίστοιχη εισοδηματική ικανότητα παρά τον χαμηλόμισθο με τα λίγα τετραγωνικά μικρής αντικειμενικής αξίας, ενώ παράλληλα ο φόρος κληρονομιάς, όταν αφορά βασική κατοικία που δεν παράγει έσοδα και βαρύνει πρώτους συγγενείς κάθετης γραμμής, αποτελεί μια ιδιότυπη αλλά καυτή βαρβαρότητα με την οποία ανέκαθεν απαξιούσε να ασχοληθεί η Αριστερά, αφήνοντας π.χ. ζωτικό χώρο στον κάθε Καραμανλή να παρουσιάσει κοινωνικό πρόσωπο.


*Ο Νάσος Θεοδωρίδης είναι δικηγόρος και μέλος της Επιτροπής Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ.